- νυκτίχρους
- νυκτίχρους, -ουν και -οος, -οον (ΑΜ)βλ. νυκτόχρους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νυκτόχρους — και νυκτίχρους, ουν και οος, οον (ΑΜ) αυτός που έχει το χρώμα τής νύχτας, σκοτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + χροῦς «χρώμα», πρβλ. χιονό χρους. Ο τ. νυκτί χρους < νυκτι τού νύξ, νυκτός (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα)] … Dictionary of Greek
νύχτα — και νύκτα, η (ΑΜ νύξ, κτός, Μ και νύκτα) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση μέχρι την ανατολή τού Ηλίου, σε αντιδιαστολή προς την ημέρα (α. «μαύρη είν η νύχτα στα βουνά...» β. «καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ σκότος... νύκτα», ΠΔ) 2. ζόφος … Dictionary of Greek